Τρίτη 21 Μαΐου 2013

Για έναν νέο συνταγματικό διάλογο


Ξενοφών Κοντιάδης, Έθνος, 14/05/2013

Πρόσθεσε στο Facebook Πρόσθεσε στο Delicious Πρόσθεσε στο Newsvine Πρόσθεσε στο Twitter

Στα τέλη του μήνα συμπληρώνονται πέντε χρόνια από την προηγούμενη αναθεώρηση του Συντάγματος και καθίσταται πλέον εφικτή η έναρξη μιας νέας αναθεωρητικής διαδικασίας. Ολα τα πολιτικά κόμματα έχουν διατυπώσει προτάσεις για συνταγματικές αλλαγές. Είναι ώριμες όμως οι πολιτικές συνθήκες για έναν γόνιμο συνταγματικό διάλογο ή το αποτέλεσμα μιας αναθεωρητικής πρωτοβουλίας θα κατέληγε σε εξίσου παταγώδη αποτυχία με εκείνη του 2008;

Στην πρώτη φάση της αναθεωρητικής διαδικασίας προβλέπεται κατά το Σύνταγμα η υπερψήφιση των αναθεωρητέων διατάξεων είτε από την απόλυτη πλειοψηφία είτε από πλειοψηφία τριών πέμπτων του συνόλου των βουλευτών. Οι πλειοψηφίες αυτές αντιστρέφονται στην επόμενη φάση, η οποία ξεκινάει μετά τη μεσολάβηση βουλευτικών εκλογών. Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που συγκεντρώνουν σήμερα τα τρία συγκυβερνώντα κόμματα δεν επαρκεί για να προχωρήσουν ένα αναθεωρητικό εγχείρημα με αυξημένη πλειοψηφία των τριών πέμπτων χωρίς τη σύμπραξη και άλλων πολιτικών δυνάμεων. Ακόμη όμως και αν επιτυγχανόταν μια τέτοια πλειοψηφία, αυτό θα σήμαινε ότι στην επόμενη Βουλή οι διαθέτοντες την απόλυτη πλειοψηφία θα μπορούσαν να αναθεωρήσουν το Σύνταγμα κατά βούληση.

Από την άλλη πλευρά, εάν η επίτευξη αυξημένων πλειοψηφιών παραπεμφθεί για την επόμενη Βουλή, τότε είναι εντελώς αβέβαιο κατά πόσο οι προτάσεις αναθεώρησης που θα έχει υπερψηφίσει η παρούσα Βουλή θα γίνουν σεβαστές από την επόμενη. Ακόμη χειρότερα, ενδέχεται να υπερψηφιστούν μόνο τρεις ή τέσσερις περιορισμένης σημασίας τροποποιήσεις, με αποτέλεσμα εν συνεχεία να απαιτηθούν άλλα πέντε χρόνια για μια νέα αναθεωρητική πρωτοβουλία, όπως συνέβη το 2008.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Κατʼ αρχάς, ότι το νέο, ρευστό και απρόβλεπτο κομματικό τοπίο που διαμορφώθηκε μετά τις δίδυμες εκλογές του 2012 δεν φαίνεται να επιτρέπει τη διαμόρφωση των αναγκαίων συναινέσεων, ιδίως όμως της θεσμικής και πολιτικής εμπιστοσύνης που είναι αναγκαία για το αναθεωρητικό εγχείρημα. Δεύτερον, ότι η ισχύουσα αναθεωρητική διαδικασία χρήζει βελτιώσεων. Αρα, αυτό το οποίο οφείλει να πράξει η παρούσα Βουλή είναι να προωθήσει τον εξορθολογισμό και την απλούστευση της αναθεωρητικής διαδικασίας και μετά να τεθούν προς συζήτηση περαιτέρω συνταγματικές αλλαγές.



Σάββατο 18 Μαΐου 2013

Η δημοσκόπηση που ανατρέπει… το Σύνταγμα



του ΜΑΝΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ

Αναρτήθηκε στο ysterografa.gr
στις 16.02.2013
Το Σύνταγμα δεν μπορούν να το φτιάξουν… δικηγόροι. Όχι επειδή το συμπαθές λειτούργημα και οι εκπρόσωποί του στερείται της γνωστικής ικανότητας των νόμων, αλλά για τον εξαιρετικά απλό λόγο ότι ο δομικός νόμος με τον οποίο οφείλει να λειτουργεί μια κοινωνία, πολύ περισσότερο μια κοινωνία σε βαθιά, σύνθετη και πολυεπίπεδη κρίση όπως είναι σήμερα η ελληνική, χρειάζεται να λειτουργήσει περισσότερο σύμφωνα με το πνεύμα, και λιγότερο με το… γράμμα των νόμων.


Καμία μεγάλη αλλαγή δεν προέκυψε στις… αίθουσες των δικαστηρίων. Ούτε ως αποτέλεσμα της αφόρητης νομικής φλυαρίας και των μη ρεαλιστικών προτάσεων δικονόμων οι οποίοι φαντάζουν εγκωβισμένοι στη ρουτίνα και τη συνήθεια μιας βαρετής καθημερινότητας στην οποία τους καταδίκασε το επάγγελμα που διάλεξαν να επιτελέσουν, με τον μανδύα του “λειτουργήματος”.
Καμία μεγάλη Επανάσταση δεν προέκυψε από τις… νομικές βιβλιοθήκες. Και κανένα (σοβαρό) Κράτος δεν δομήθηκε χωρίς να προηγηθεί μια τέτοια μεγάλη Επανάσταση, με τη Γαλλική και την Αμερικανική να είναι τα πιο εκκωφαντικά, αλλά και ιστορικά “αλεξίσφαιρα” παραδείγματα.
Οι ιδέες άλλωστε είναι αλεξίσφαιρες. Και περιμένουν απλώς τον καιρό τους, με την έννοια της ευκαιρίας, για να αναδειχθούν, να εμπνεύσουν, να συναρπάσουν, να κυριαρχήσουν. Οι ιδέες που είναι επίμονες.
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να βγει από την κρίση μέσω αλλαγής Συντάγματος. Φυσικά. Το Σύνταγμα δεν ευτελίζεται στη μεθοδολογική προσέγγιση του φωτός στην άκρη του τούνελ. Η αλλαγή Συντάγματος ωστόσο αποτελεί την ικανή και αναγκαία, την απαραίτητη και απαράβατη συνθήκη για να μην… ξανακυλήσει η Ελλάδα στην κρίση. Για να μην ζήσουν οι επόμενες γενιές, όσα ζουν οι δικές μας. Για να ανακτήσει η χώρα μια ψυχολογία εθνικής αυτοπεποίθησης, που αποτελεί απαραίτητο στοιχείο ώστε να κάνει το άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά, για το οποίο… κουράστηκε να μας λέει ο Ελύτης.
Αυτή η Αναθεώρηση ωστόσο θα έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα αν το πολιτικό σύστημα βγει από τα καθιερωμένα πλαίσια. Αν κατανοήσει τις ανάγκες, τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας από την οποία εξαρτάται και η δική του μακροημέρευση. Αν απορρίψει, καταδικάσει και αποβάλλει τους καθωσπρεπισμούς, τις “δήθεν” προσεγγίσεις, την κατεστημένη και επομένως λαχανιασμένη αντίληψη για τα πράγματα που χαρακτηρίζει την πλειοψηφία των σημερινών “ταγών”. Ενός πολιτικού δυναμικού θλιβερά ανεπαρκούς για την ιστορικότητα και την κρισιμότητα των στιγμών.
Η “Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία” δημοσιεύει μια δημοσκόπηση που θα πρέπει να συζητηθεί. Επειδή τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των ευρημάτων της δίνουν μια (καλή) εικόνα για τον εθνικό προσανατολισμό των Ελλήνων. Μέσα στην κρίση, με το βλέμμα στην έξοδο και την επόμενη μέρα σε σχέση με αυτήν.
Παράδειγμα 1ο: Το 75% θέλει να αλλάξει το Σύνταγμα.
Παράδειγμα 2ο: Ποσοστό σχεδόν 80% θέλει να καταργηθεί η αρμοδιότητα της Βουλής να αποφασίζει αν θα δικάζονται οι πολιτικοί ή όχι.
Παράδειγμα 3ο: Το 78% θέλει συνταγματική κατοχύρωση για σταθερό φορολογικό σύστημα, για την επόμενη 15ετία.
Παράδειγμα 4ο: Το 62% θέλει την κατάργηση της παραγραφής της ποινικής ευθύνης μελών της κυβέρνησης.
Και τα παραπάνω παραδείγματα είναι απλώς ο πρόλογος του συναρπαστικού κυρίως θέματος, και του ακόμη πιο συναρπαστικού επιλόγου: Η “επόμενη Ελλάδα”, χρειάζεται εξαιρέσεις. Σε ιδέες και στους φορείς των ιδεών αυτών. Όπως και σε εκείνους που θα κληθούν να τις υλοποιήσουν.
Η “επόμενη Ελλάδα” χρειάζεται κάθε γενιά. Αρκεί, κάθε γενιά να αλλάξει. Και να αφήσει πίσω της το χθες που υπάρχει σε κάθε γενιά.
Η “επόμενη Ελλάδα” περιμένει τον καιρό της. Τον καιρό που έρχεται…


Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Κατρούγκαλος: "Συντακτική ή Αναθεωρητική Βουλή;"


«Από τη Γ' στη Δ' Ελληνική Δημοκρατία».

Του Γιώργου Κατρούγκαλου
Συντακτική ή Αναθεωρητική Βουλή; Αυτό ήταν το μείζον θεσμικό ερώτημα το 1911, χρονιά υπέρβασης της κρίσης της πρώτης χρεοκοπίας. Και σήμερα, όμως, από πολλές πλευρές διατυπώνεται η ανάγκη για το πέρασμα από τη Γ' στη Δ' Ελληνική Δημοκρατία.
Δεν είμαι βέβαιος ότι όσοι υποστηρίζουν το σύνθημα αυτό...
έχουν επίγνωση ότι συνεπάγεται νέο Σύνταγμα και όχι απλώς αναθεώρηση του προηγούμενου. Για πολλούς έχει, σίγουρα, χαρακτήρα φραστικού πυροτεχνήματος. Κι όμως, ανταποκρίνεται πληρέστερα στις πολιτικές απαιτήσεις των καιρών από ό,τι η «απλή» αναθεώρηση του Συντάγματος.
Και αυτό γιατί η χώρα χρειάζεται ένα νέο ξεκίνημα, τόσο σε συμβολικό όσο και σε πραγματικό, θεσμικό επίπεδο. Θυμίζω ότι με ανάλογο τρόπο έγινε το πέρασμα από την Δ' στην Ε' Γαλλική Δημοκρατία, στο αποκορύφωμα της κρίσης της Αλγερίας, που ήταν πολύ λιγότερο δραματική από αυτήν που δοκιμάζει τη δική μας χώρα. Με το δημοψήφισμα του 1958, ο στρατηγός Ντε Γκολ υπέβαλε στη λαϊκή ετυμηγορία ένα εντελώς νέο Σύνταγμα, χωρίς να σεβαστεί τη διαδικασία που προέβλεπε το άρθρο 89 για την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1946. Πέρα από τον αναγκαίο συμβολισμό (να γίνει «restart», να γυρίσει νέα σελίδα στην ιστορία της χώρας), ορισμένες από τις αμεσοδημοκρατικές αλλαγές που προσωπικά θεωρώ απολύτως αναγκαίες για την ενίσχυση του δημοκρατικού χαρακτήρα του πολιτεύματος (όπως, για παράδειγμα, η δυνατότητα ανάκλησης των βουλευτών με πρωτοβουλία του εκλογικού σώματος), μπορεί να θεωρηθεί ότι συγκρούονται με τον αυστηρά αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα που έχει λάβει η εφαρμογή της κοινοβουλευτικής αρχής στην Ελλάδα.
Ενα άλλο, πολιτικής φύσεως, επιχείρημα υπέρ της Συντακτικής και όχι της Αναθεωρητικής Βουλής ανάγεται στο ρευστό χαρακτήρα του πολιτικού σκηνικού που επικρατεί σήμερα στη χώρα. Η συνταγματική θεωρία και η κοινοβουλευτική πρακτική (εσφαλμένα, κατά τη γνώμη μου) έχουν αποδεχθεί ότι δεν είναι αναγκαία η σύμπτωση της βούλησης της πρώτης με τη δεύτερη Βουλή. Δηλαδή δεν είναι αναγκαίο η δεύτερη Βουλή να αποδεχθεί το περιεχόμενο της ρύθμισης των υπό αναθεώρηση διατάξεων που έχει αποφασιστεί από την πρώτη. Μπορεί να τις τροποποιήσει ελεύθερα, ακόμα και αντίθετα από την προηγούμενη Βουλή. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι κάτι τέτοιο, υπό τις σημερινές συνθήκες, θα συνιστά διαδικασία ρουλέτας, κάτι που δεν εξασφαλίζει την ευρεία συναίνεση την οποία επιδιώκει το άρθρο 110 του Συντάγματος.
Αντιθέτως, εάν ακολουθηθεί η διαδικασία θέσπισης νέου Συντάγματος, μπορεί να εξασφαλιστεί η άμεση νομιμοποίησή του μέσω της συστηματικής συμμετοχής του λαού στην κατάρτισή του. Η Ισλανδία, μία χώρα που πέρασε (και ξεπέρασε) κρίση ανάλογη με τη δική μας, εισφέρει το χρησιμότερο παράδειγμα. Αποφάσισε να αποκτήσει νέο Καταστατικό Χάρτη με μία πρωτοφανή διαδικασία, ανοιχτή στο λαό και στην τεχνολογία, που δικαιώνει πλήρως το νεολογισμό «Σύνταγμα ανοιχτού κώδικα». Αυτό δεν συντάχθηκε από τη Βουλή, αλλά με την ευρύτερη συμμετοχή της κοινωνίας, με τη βοήθεια και τη χρήση των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας και δικτύωσης.
Ως πρώτο βήμα, το Κοινοβούλιο συγκάλεσε λαϊκή εθνική συνέλευση για την πρώτη συζήτηση του θέματος, αποτελούμενη από χίλιους πολίτες, διαλεγμένους με κλήρο, όπως στην αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία. Στη συνέχεια όρισε μια συνταγματική επιτροπή ειδικών για τη συλλογή των αναγκαίων υποστηρικτικών δεδομένων και, τελικά, προχώρησε στην προκήρυξη εθνικών εκλογών για την επιλογή των αντιπροσώπων της Συνταγματικής Συνέλευσης. Το σχέδιο Συντάγματος της τελευταίας συζητήθηκε καθημερινά παράγραφο-παράγραφο στον Τύπο, και ιδίως στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης (Facebook, Twitter), και εγκρίθηκε με δημοψήφισμα όχι απλώς στο σύνολό του, αλλά με ερωτήματα γύρω από τις βασικές του καινοτομίες.
Υφίσταται, βεβαίως, ένα καίριο επιχείρημα κατά της συντακτικής διαδικασίας: το δικαιοκρατικό. Το Σύνταγμα του 1975 επιβίωσε τριών αναθεωρήσεων, οι οποίες διεξήχθησαν με σεβασμό στο γράμμα της διαδικασίας αναθεώρησης, πράγμα καινοφανές στην ελληνική συνταγματική ιστορία. Ηδη όμως το σύστημα θεσμών που υπηρέτησε το Σύνταγμα αυτό βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία προς την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. Η υποχώρηση του δικαιοκρατικού στοιχείου, που συνεπάγεται η μη τήρηση της διαδικασίας αναθεώρησης, εξισορροπείται και με το παραπάνω, κατά τη γνώμη μου, από την ενίσχυση του δημοκρατικού.
επ. καθηγητή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου
Πηγή:  enet.gr, το είδαμε εδώ